I. inadapté(e) [inadapte] ΕΠΊΘ
1. inadapté:
2. inadapté ΨΥΧ:
II. inadapté(e) [inadapte] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- inadapté(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.