I. fournisseur (-euse) [fuʀnisœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. fournisseur (détaillant):
2. fournisseur (producteur):
- fournisseur (-euse)
-
3. fournisseur (livreur):
- fournisseur (-euse)
-
4. fournisseur Η/Υ:
- fournisseur (-euse)
- Anbieter αρσ
II. fournisseur (-euse) [fuʀnisœʀ, -øz] ΠΑΡΆΘ
III. fournisseur (-euse) [fuʀnisœʀ, -øz]
crédit-fournisseur <crédits-fournisseurs> [kʀedifuʀnisœʀ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.