I. fâcheux (-euse) [fɑʃø, -øz] ΕΠΊΘ
1. fâcheux (regrettable):
- fâcheux (-euse) idée
-
- fâcheux (-euse) contretemps
-
- fâcheux (-euse) initiative
-
2. fâcheux (déplaisant):
- fâcheux (-euse) nouvelle
-
II. fâcheux (-euse) [fɑʃø, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ λογοτεχνικό
- fâcheux (-euse)
- Störenfried αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.