I. urbaniste [yʀbanist] ΟΥΣ αρσ θηλ
II. urbaniste [yʀbanist] ΕΠΊΘ
urbaniste → urbanistique
urbanistique [yʀbanistik] ΕΠΊΘ
puritanisme [pyʀitanism] ΟΥΣ αρσ
1. puritanisme:
2. puritanisme ΙΣΤΟΡΊΑ:
organisme [ɔʀganism] ΟΥΣ αρσ
1. organisme:
2. organisme ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
3. organisme (ensemble organisé):
-
- Organismus αρσ
II. organisme [ɔʀganism]
humanisme [ymanism] ΟΥΣ αρσ
-
- Humanismus αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- duplication
- duplicité
- dupliquer
- duquel
- dur
- durbanisme
- durcir
- durcissement
- durcisseur
- dur dure
- dure