I. orphelin(e) [ɔʀfəlɛ͂, in] ΕΠΊΘ
II. orphelin(e) [ɔʀfəlɛ͂, in] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
orpheline θηλ
orphelinat [ɔʀfəlina] ΟΥΣ αρσ
-
- Waisenhaus ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- doré
- dorénavant
- dorer
- doreur
- dorique
- dorphelin
- dorsal
- dorsale
- dorsalgie
- dorsolombaire
- dortoir