I. acoustique [akustik] ΕΠΊΘ a. Η/Υ
II. acoustique [akustik] ΟΥΣ θηλ sans πλ
1. acoustique (science):
2. acoustique (qualité):
- acoustique d'une salle
- Akustik θηλ
encaustique [ɑ͂kostik] ΟΥΣ θηλ
1. encaustique (pour le parquet):
2. encaustique (pour les meubles):
I. rustique [ʀystik] ΕΠΊΘ
II. rustique [ʀystik] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.P.E.
- D.P.L.G.
- D.S.T.
- D.U.T.
- d'abord
- dacoustique
- dacquois e
- dacron
- dactyle
- dactylo
- dactylographe