I. acoustique [akustik] ΕΠΊΘ a. Η/Υ
II. acoustique [akustik] ΟΥΣ θηλ sans πλ
1. acoustique (science):
2. acoustique (qualité):
- acoustique d'une salle
- Akustik θηλ
- acoustique architecturale
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- acoustique architecturale
- coupleur acoustique
- Akustikkoppler αρσ
- isolation acoustique
- Schalldämmung θηλ
- signal acoustique