courageux (-euse) [kuʀaʒø, -ʒøz] ΕΠΊΘ
1. courageux (↔ lâche):
2. courageux (travailleur):
-  courageux (-euse)
-  
-  courageux (-euse)
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
