contestation [kɔ͂tɛstasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
-
- Einwand αρσ
- contestation d'un droit
- Anfechtung θηλ
- contestation d'une qualité
- Bestreiten ουδ
- contestations en matière commerciale ΝΟΜ
-
II. contestation [kɔ͂tɛstasjɔ͂]
contestation ΟΥΣ
contestation ΟΥΣ
- contestation θηλ
- Protest αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- contestations en matière commerciale ΝΟΜ
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- content
- contentement
- contenter
- contentieux
- contention
- contestations
- conteste
- contester
- conteur
- contexte
- contextuel