civique [sivik] ΕΠΊΘ
1. civique (relatif au citoyen):
2. civique (propre au bon citoyen):
- civique
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- instruction civique (en R.D.A.)
- ≈ Staatsbürgerkunde θηλ
- devoir civique
- éducation civique
- instruction civique et sociale