chroniqueur (-euse) [kʀɔnikœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. chroniqueur ΛΟΓΟΤ:
- chroniqueur (-euse)
-
2. chroniqueur ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ, ΡΑΔΙΟΦ, TV:
II. chroniqueur (-euse) [kʀɔnikœʀ, -øz]
- chroniqueur(-euse) de mode ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
- chroniqueur(-euse) de mode ΡΑΔΙΟΦ, TV
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- chroniqueur mondain/chroniqueuse mondaine
- chroniqueuse financière/sportive