musical(e) <-aux> [myzikal, o] ΕΠΊΘ
2. musical (comportant de la musique):
3. musical (harmonieux):
- musical(e) voix, son
-
- musical(e) langue
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.