bandeau <x> [bɑ͂do] ΟΥΣ αρσ
2. bandeau (serre-tête):
- bandeau
- Stirnband ουδ
3. bandeau (sur les yeux):
bandeau αρσ, bande θηλ
- bandeau
- Banderole θηλ
- bandeau
- Bauchbinde θηλ
bandeau ΟΥΣ
- bandeau publicitaire αρσ
- Werbebanner ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.