animal <-aux> [animal, o] ΟΥΣ αρσ
1. animal:
2. animal (être humain):
animal(e) <-aux> [animal, o] ΕΠΊΘ
2. animal (rapporté à l'homme):
3. animal μειωτ (bestial):
- animal(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.