I. animalier (-ière) [animalje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
II. animalier (-ière) [animalje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. animalier:
- animalier (-ière) (sculpteur)
-
2. animalier (dans un laboratoire):
- animalier (-ière)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.