I. écolo [ekɔlo] ΟΥΣ αρσ, θηλ οικ
écolo συντομογραφία: écologiste
- écolo
-
II. écolo [ekɔlo] ΕΠΊΘ οικ
écolo συντομογραφία: écologique
I. écologiste [ekɔlɔʒist] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. écologiste (ami de la nature):
2. écologiste ΠΟΛΙΤ:
3. écologiste (spécialiste de l'écologie):
II. écologiste [ekɔlɔʒist] ΕΠΊΘ
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.