Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
tapiss|ier (tapissière) [tapisje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. tapissier (pour meubles):
- tapissier (tapissière)
-
στο λεξικό PONS
-
- tapissier αρσ (d'ameublement)
tapissier (-ière) [tapisje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. tapissier (pour fauteuils):
- tapissier (-ière)
-
-
- tapissier αρσ (d'ameublement)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.