Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
rédemp|teur (rédemptrice) [ʀedɑ̃ptœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ
- rédempteur (rédemptrice)
-
- rédempteur (rédemptrice) μτφ, λογοτεχνικό
-
-
- rédempteur/-trice
-
- Rédempteur αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.