Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prud'hom|al (prud'homale) <αρσ πλ prud'homaux>, prudhommal (prudhommale) <αρσ πλ prudhommaux> [pʀydɔmal, o] ΕΠΊΘ
- prud'homal (prud'homale)
-
prud'homme, prudhomme [pʀydɔm] ΟΥΣ αρσ
prudhommesque [pʀydɔmɛsk] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
prud'homme [pʀydɔm] ΟΥΣ m:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- proximité
- pruche
- prud'homal
- prud'homme
- prude
- prudhommale
- prudhomme
- prudhommesque
- prune
- pruneau
- prunelier