Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
préconçu (préconçue) [pʀekɔ̃sy] ΕΠΊΘ
- préconçu (préconçue)
-
-
- préconçu
- prejudiced opinion
- préconçu
στο λεξικό PONS
préconçu(e) [pʀekɔ̃sy] ΕΠΊΘ
1. préconçu μειωτ idée, opinion:
- préconçu(e)
-
2. préconçu (préétabli):
- préconçu(e) plan
-
-
- préconçu(e)
- prejudiced attitude, judgement, opinion
- préconçu(e)
préconçu(e) [pʀeko͂sy] ΕΠΊΘ μειωτ
préconçu idée:
- préconçu(e)
-
-
- préconçu(e)
- prejudiced attitude, judgment, opinion
- préconçu(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.