Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
monotone [mɔnɔtɔn] ΕΠΊΘ
1. monotone (sans variété):
- monotone
-
2. monotone ΜΑΘ:
- monotone
- monotone
-
- monotone
-
- monotone
- monotone
- voix θηλ monotone
- monotone
- ton αρσ monotone
- unvaried routine, diet
- monotone
- monotonously speak, sound
-
- monotonously move, act
-
- dreary life, routine
- monotone
- monochrome μτφ
- monotone
- dull life, journey
- monotone
στο λεξικό PONS
monotone [mɔnɔtɔn] ΕΠΊΘ
- monotone
-
- monotone style, vie
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.