Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. gainé (gainée) [ɡene] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
gainé → gainer
II. gainé (gainée) [ɡene] ΕΠΊΘ
gaine [ɡɛn] ΟΥΣ θηλ
3. gaine ΤΕΧΝΟΛ:
- gaine (de fil électrique)
- insulation uncountable
combiné-gaine <πλ combinés-gaines> [kɔ̃bineɡɛn] ΟΥΣ αρσ
combiné-culotte, combiné-gaine-culotte <πλ combinés(-gaines)-culottes> [kɔ̃bine(ɡɛn)kylɔt] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.