Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. faut|if (fautive) [fotif, iv] ΕΠΊΘ
1. fautif (coupable):
2. fautif (erroné):
- fautif (fautive) mémoire, raisonnement, édition
-
- fautif (fautive) référence
-
- fautif (fautive) tournure
-
II. faut|if (fautive) [fotif, iv] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- fautif (fautive)
-
στο λεξικό PONS
I. fautif (-ive) [fotif, -iv] ΕΠΊΘ
I. fautif (-ive) [fotif, -iv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.