Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. constituant (constituante) [kɔ̃stitɥɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
constituant partie, élément:
- constituant (constituante)
-
II. constituant ΟΥΣ αρσ
1. constituant (élément constitutif):
-
- constituent (de of)
2. constituant ΓΛΩΣΣ:
3. constituant ΝΟΜ (de procuration, vente):
στο λεξικό PONS
constituant(e) [kɔ̃stitɥɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
constituant(e) [ko͂stitʏɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.