charbonn|eux (charbonneuse) [ʃaʀbɔnø, øz] ΕΠΊΘ
1. charbonneux (évoquant le charbon):
2. charbonneux:
- charbonneux (charbonneuse) ΙΑΤΡ, ΚΤΗΝΙΑΤΡ fièvre:
-
3. charbonneux:
- charbonneux (charbonneuse) ΒΟΤ, ΓΕΩΡΓ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.