I. chapeauté (chapeautée) [ʃapote] οικ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
chapeauté → chapeauter
II. chapeauté (chapeautée) [ʃapote] οικ ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.