Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aromatique [aʀɔmatik] ΕΠΊΘ
II. aromatique [aʀɔmatik] ΟΥΣ θηλ
1. aromatique (en pétrochimie):
2. aromatique (étude des arômes):
στο λεξικό PONS
aromatique [aʀɔmatik] ΕΠΊΘ
aromatique [aʀɔmatik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.