I. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΕΠΊΘ
1. physical (of the body):
2. physical (sexual):
3. physical (material):
4. physical (of physics):
- physical
-
II. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
- physical
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.