les·son [ˈlesən] ΟΥΣ
1. lesson (teaching period):
3. lesson (exercise in book):
- lesson
- lekcija θηλ
4. lesson ΘΡΗΣΚ (in Anglican church):
- lesson
-
lesson ΟΥΣ
- lesson
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.