I. im·pos·sible [ɪmˈpɒsəbl̩] ΕΠΊΘ
2. impossible (not resolvable):
- impossible
-
3. impossible (difficult):
- impossible person
-
impossible ΕΠΊΘ
- impossible
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.