στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. transitive [βρετ ˈtranzɪtɪv, ˈtrɑːnzɪtɪv, ˈtransɪtɪv, ˈtrɑːnsɪtɪv, αμερικ ˈtrænsədɪv, ˈtrænzədɪv] ΕΠΊΘ
- transitive
-
II. transitive [βρετ ˈtranzɪtɪv, ˈtrɑːnzɪtɪv, ˈtransɪtɪv, ˈtrɑːnsɪtɪv, αμερικ ˈtrænsədɪv, ˈtrænzədɪv] ΟΥΣ
- transitive
- transitivo αρσ
στο λεξικό PONS
transitive [ˈtræn·tsə·t̬ɪv] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- transitive
- transitivo, -a
- intransitive/transitive verb
-
- transitivo (-a)
- transitive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- intransitive/transitive verb