στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
shamefaced [βρετ ʃeɪmˈfeɪst, ˈʃeɪmfeɪst, αμερικ ˈʃeɪmfeɪst] ΕΠΊΘ
shamefaced person, look:
- shamefaced
-
- shamefaced
-
στο λεξικό PONS
shamefaced [ˈʃeɪm·ˈfeɪst] ΕΠΊΘ
- shamefaced
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.