

shamanistic [βρετ ʃɑːməˈnɪstɪk, ʃaməˈnɪstɪk, ʃeɪməˈnɪstɪk, αμερικ ˌʃɑməˈnɪstɪk, ˌʃeɪməˈnɪstɪk] ΕΠΊΘ
- shamanistic
-


-
- shamanistic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.