στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
scandalous [βρετ ˈskandələs, αμερικ ˈskændləs] ΕΠΊΘ (all contexts)
- scandalous
-
στο λεξικό PONS
scandalous [ˈskæn·də·ləs] ΕΠΊΘ
1. scandalous (spreading scandal):
- scandalous
- scandaloso, -a
2. scandalous (disgraceful):
- scandalous
- scandaloso, -a
- scandaloso (-a)
- scandalous
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.