στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
knelt [βρετ nɛlt, αμερικ nɛlt] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
knelt → kneel
kneel [βρετ niːl, αμερικ nil] ΡΉΜΑ αμετάβ, kneel down <παρελθ/μετ παρακειμ kneeled, knelt>
kneel [βρετ niːl, αμερικ nil] ΡΉΜΑ αμετάβ, kneel down <παρελθ/μετ παρακειμ kneeled, knelt>
- devoutly pray, kneel
-
στο λεξικό PONS
knelt [nelt] ΡΉΜΑ
knelt παρελθ: kneel
kneel <knelt [or kneeled], knelt [or kneeled]> [ni:l] ΡΉΜΑ αμετάβ
kneel <knelt [or kneeled], knelt [or kneeled]> [ni:l] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.