keenly [βρετ ˈkiːnli, αμερικ ˈkinli] ΕΠΊΡΡ
- keenly interested
-
- keenly awaited
-
- keenly aware
-
- keenly feel, debate
-
- keenly contest
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- KD
- kea
- kebab
- kedge
- kedgeree
- keenly
- keenness
- keep
- keep after
- keep ahead
- keep at