στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. intramural [βρετ ˌɪntrəˈmjʊər(ə)l, αμερικ ˌɪntrəˈmjurəl] ΕΠΊΘ
- intramural course, studies
-
- intramural game, match αμερικ
-
II. intramurals ΟΥΣ
intramurals npl αμερικ:
στο λεξικό PONS
intramural [ˌɪn·trə·ˈmjʊ·rəl] ΕΠΊΘ
1. intramural (within a city or institution):
- intramural
-
2. intramural:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- intramural sports