I. emboldened [ɪmˈbəʊldənd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
emboldened → embolden
II. emboldened [ɪmˈbəʊldənd] ΕΠΊΘ
- emboldened
-
embolden [βρετ ɪmˈbəʊld(ə)n, ɛmˈbəʊld(ə)n, αμερικ əmˈboʊldən] ΡΉΜΑ μεταβ
embolden [βρετ ɪmˈbəʊld(ə)n, ɛmˈbəʊld(ə)n, αμερικ əmˈboʊldən] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.