στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. corrective [βρετ kəˈrɛktɪv, αμερικ kəˈrɛktɪv] ΟΥΣ
II. corrective [βρετ kəˈrɛktɪv, αμερικ kəˈrɛktɪv] ΕΠΊΘ
1. corrective:
- corrective action
-
- corrective measure
-
2. corrective ΙΑΤΡ:
- corrective treatment
-
- corrective shoe, lens
-
corrective surgery ΟΥΣ U
- corrective surgery
-
στο λεξικό PONS
I. corrective [kə·ˈrek·tɪv] ΕΠΊΘ
- corrective
- correttivo, -a
II. corrective [kə·ˈrek·tɪv] ΟΥΣ
- corrective
- chiarimento αρσ
- correttivo (-a)
- corrective
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.