στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
brimful [βρετ ˈbrɪmf(ə)l, αμερικ ˈbrɪmfʊl] ΕΠΊΘ
1. brimful cup, pan, bath:
- brimful
-
2. brimful μτφ:
- brimful of
-
στο λεξικό PONS
brimful [ˌbrɪm·ˈfʊl] ΕΠΊΘ
- brimful of life, confidence
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.