στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
amalgamation [βρετ əmalɡəˈmeɪʃ(ə)n, αμερικ əˌmælɡəˈmeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. amalgamation (merging, merger):
2. amalgamation ΧΗΜ:
- amalgamation
- amalgamazione θηλ
στο λεξικό PONS
amalgamation [ə·ˌmæl·gə·ˈmeɪ·ʃən] ΟΥΣ
1. amalgamation (process):
- amalgamation
- amalgamazione θηλ
2. amalgamation ΕΜΠΌΡ:
- amalgamation
- fusione θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.