στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


II. aerial [βρετ ˈɛːrɪəl, αμερικ ˈɛriəl] ΕΠΊΘ
- aerial
-
- aerial photograph, view
-
aerial camera [ˌeərɪəlˈkæmərə] ΟΥΣ
- aerial camera
-


στο λεξικό PONS


I. aerial [ˈe·ri·əl] ΕΠΊΘ
- aerial photography
-
II. aerial [ˈe·ri·əl] ΟΥΣ
- aerial
- antenna θηλ
- aerial photograph
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- aerial photograph
- aerial photography