advisedly [βρετ ədˈvʌɪzɪdli, αμερικ ədˈvaɪzɪdli] ΕΠΊΡΡ
advisedly use word, say:
- advisedly
-
- advisedly
-
- con cognizione di causa parlare
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.