στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. Jap [βρετ dʒap, αμερικ dʒæp] ΕΠΊΘ οικ, προσβλ
Jap short for Japanese
- Jap
-
II. Jap [βρετ dʒap, αμερικ dʒæp] ΟΥΣ οικ, προσβλ
Jap short for Japanese
- Jap
- giapponese αρσ θηλ
I. Japanese [βρετ dʒapəˈniːz, αμερικ ˌdʒæpəˈniz] ΕΠΊΘ
Japanese culture, industry:
II. Japanese <πλ Japanese> [βρετ dʒapəˈniːz, αμερικ ˌdʒæpəˈniz] ΟΥΣ
1. Japanese (person):
-
- giapponese αρσ θηλ
2. Japanese before ουσ:
στο λεξικό PONS
I. Jap [dʒæp] Japanese ΟΥΣ μειωτ οικ
- Jap
- giapponese αρσ θηλ
II. Jap [dʒæp] Japanese ΕΠΊΘ μειωτ οικ
- Jap
-
I. Japanese [ˌdʒæ·pə·ˈni:z] ΕΠΊΘ
II. Japanese [ˌdʒæ·pə·ˈni:z] ΟΥΣ
1. Japanese (person):
-
- giapponese αρσ θηλ
2. Japanese ΓΛΩΣΣ:
-
- giapponese αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.