Oxford Spanish Dictionary
unjustly [αμερικ ˌənˈdʒəs(t)li, βρετ ʌnˈdʒʌstli] ΕΠΊΡΡ
- unjustly
-
- he was unjustly imprisoned/accused
-
-
- unjustly
στο λεξικό PONS
unjustly ΕΠΊΡΡ
1. unjustly (in an unjust manner):
- unjustly
-
2. unjustly (wrongfully):
- unjustly
-
unjustly ΕΠΊΡΡ
1. unjustly (in an unjust manner):
- unjustly
-
2. unjustly (wrongfully):
- unjustly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.