Oxford Spanish Dictionary
soapy <soapier soapiest> [αμερικ ˈsoʊpi, βρετ ˈsəʊpi] ΕΠΊΘ
1. soapy (lathery):
- soapy water
-
- soapy cloth/hands
-
στο λεξικό PONS
- jabonoso (-a)
- soapy
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.