Oxford Spanish Dictionary
pragmatic [αμερικ præɡˈmædɪk, βρετ praɡˈmatɪk] ΕΠΊΘ
1. pragmatic person/attitude/method:
- pragmatic
-
2. pragmatic ΓΛΩΣΣ:
- pragmatic use/expression
-
στο λεξικό PONS
pragmatic [prægˈmætɪk, αμερικ -ˈmæt̬-] ΕΠΊΘ
- pragmatic
- pragmático, -a
- pragmático (-a)
- pragmatic
pragmatic [præg·ˈmæt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
- pragmatic
- pragmático, -a
- pragmático (-a)
- pragmatic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.