Oxford Spanish Dictionary
ineffective [αμερικ ˌɪnəˈfɛktɪv, βρετ ɪnɪˈfɛktɪv] ΕΠΊΘ
- ineffective measure/response
-
- ineffective attempt
-
- ineffective person
-
- ineffective person
-
-
- ineffective
-
- ineffective
-
- ineffective
στο λεξικό PONS
ineffective [ˌɪnɪˈfektɪv] ΕΠΊΘ
- ineffective
-
ineffective [ˌɪn·ɪ·ˈfek·tɪv] ΕΠΊΘ
- ineffective
-
-
- ineffective
-
- ineffective
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.