Oxford Spanish Dictionary
illegal [αμερικ ɪ(l)ˈliɡəl, βρετ ɪˈliːɡ(ə)l] ΕΠΊΘ
1. illegal (unlawful):
2. illegal αμερικ ΑΘΛ:
immigrant [αμερικ ˈɪməɡrənt, βρετ ˈɪmɪɡr(ə)nt] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
illegal immigrant ΟΥΣ
immigrant [ˈɪmɪgrənt] ΟΥΣ
-
- inmigrante αρσ θηλ
illegal immigrant ΟΥΣ
immigrant [ˈɪm·ɪ·grənt] ΟΥΣ
-
- inmigrante αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ill-advised
- ill-assorted
- ill at ease
- ill-behaved
- ill-bred
- illegal immigrant
- illegality
- illegally
- illegibility
- illegible
- illegibly