healthful [αμερικ ˈhɛlθfəl, βρετ ˈhɛlθfʊl, ˈhɛlθf(ə)l] ΕΠΊΘ
healthful → healthy
healthy <healthier healthiest> [αμερικ ˈhɛlθi, βρετ ˈhɛlθi] ΕΠΊΘ
1.1. healthy (in good health):
1.2. healthy (promoting good health):
2.2. healthy profit/surplus:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.